Μαρτυρία της γιαγιάς μου Μπέμπας: Η καθημερινή ζωή και ο ξεριζωμός από το χωιό μου, το Κουιτζάκι

Της ΕΥΔΟΚΙΑΣ ΚΩΤΗ

Έχοντας την τιμή να προέρχομαι και από Μικρασιατικές ρίζες, αποφάσισα να εμβαθύνω περαιτέρω στην πραγματική ιστορία της γιαγιάς μου Μπέμπας, η οποία όχι μόνο γνωρίζει για τη ζωή της μητέρας της από ένα μικρασιάτικο χωριό, το Κουιτζάκι, αλλά μου μετέφερε όλη εκείνη τη μαγεία του ταξιδιού στο παρελθόν, για να γνωρίσω καλύτερα τους δικούς μου προγόνους και την ιστορία των Ελλήνων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ακολουθεί η μαρτυρία της μέσα από συζήτηση μαζί της πάνω στις κοινωνικές και ιστορικές πτυχές του 1922, αλλά και ειδικότερες πληροφορίες για τη ζωή των προγόνων μου και τη καθημερινότητα των κατατρεγμένων Κρυπτοχριστιανών.
Η οικογένεια της προγιαγιάς μου από την πλευρά του πατέρα μου, Φωτεινής Μάρκογλου, ήταν από τη Μικρά Ασία. Συγκεκριμένα, κατά την περίοδο 1922-1923 της τουρκικής κατοχής σε πολλές περιοχές των Μικρασιατικών παραλίων, εκείνοι ζούσαν σε ένα μικρό κεφαλοχώρι, με τουρκικό κυρίως πληθυσμό, έναν αποικισμό της Σμύρνης και μέρος που υπαγόταν σε έναν «καζά» (υποδιοίκηση), το Κουιτζάκι. Η μητέρα της γιαγιάς μου, λοιπόν, της Μπέμπας, η Φωτεινή, είχε άλλες δύο αδελφές και δύο αδελφούς: την Αγγελική και την Κατερίνα και τον Γιώργο με τον Κωνσταντή. Η μεγαλύτερη αδελφή της προγιαγιάς μου Αγγελική, ήταν παντρεμένη με έναν Έλληνα βοσκό, τον Αργύρη Αργυρίου, τσέλιγκα όπως τον αποκαλούσαν τότε και είχαν και μία νεογέννητη κόρη, την Ευδοκία. Η Αγγελική και τα άλλα τέσσερα αδέλφια της ήταν πολύ ευκατάστατα για την εποχή, καθώς η γιαγιά μου εκμυστηρεύτηκε ότι έκρυβαν τις χρυσές τους λίρες στα βουνά. Παρόλα αυτά, οι κρυψώνες αυτές παρέμεναν κρυφές από τα γυναικόπαιδα της οικογένειας προκειμένου όχι μόνο να εξασφαλισθεί η δική τους ασφάλεια, αλλά και για να μην μαρτυρήσουν τίποτα για τα σχέδια των Ελλήνων και της περιουσίας των Κρυπτοχριστιανών, κατόπιν βάρβαρων βασανιστηρίων των Τούρκων. Βέβαια, οι εχθροπραξίες και οι τουρκικές απειλές είχαν ήδη ξεκινήσει, με την κάθε μέρα που περνούσε να δημιουργεί όλο και περισσότερο φόβο στις ψυχές των χριστιανικών οικογενειών.
Όταν άρχισε ο διωγμός των Ελλήνων στα παράλια της Μικράς Ασίας, οι γειτονικές οικογένειες του σπιτιού της προγιαγιάς μου έφευγαν κατατρεγμένες, και προσπαθώντας να μαζέψουν γρήγορα όσα πιο πολλά αντικείμενα και χρήματα μπορούσαν, εγκατέλειπαν το χώμα της πατρίδας τους ξεριζωμένοι. Μια από εκείνες τις μέρες άφησε και ο άντρας της Αγγελικής το σπίτι του για τη βοσκή και κίνησε για τα βουνά μαζί με τα αδέρφια του. Κανείς δεν τους ξαναείδε ούτε έμαθε ποτέ τι απέγιναν, και θρήνος έπεσε μέσα στο σπιτικό της οικογένειας Μάρκογλου.
Ο πατέρας της θείας Αγγελικής αποφάσισε τη μοιραία εκείνη μέρα, πως το μόνο που μπορούσε να πάρει μαζί του στην προσφυγιά ήταν η ίδια του η οικογένεια. Έτσι, τσαλαπατώντας πάνω σε μπόγους από εναπομείναντα ρούχα και χρυσαφικά, προσπαθούσαν απεγνωσμένα να φτάσουν με τα πόδια στο λιμάνι της Σμύρνης. Μόλις έφτασαν, μπήκαν σε ένα καΐκι με προορισμό την ελπίδα και αφού επιτυχώς ήταν από τους λίγους που κατάφεραν να περάσουν την τουρκική απειλή του λιμανιού τη νύχτα, έφτασαν μετά από τρικυμίες στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Η τύχη δυστυχώς, δεν τους χαμογέλασε, όπως και οι κάτοικοι άλλωστε του νησιού. Μόλις πήγαν να δέσουν πετώντας τα σχοινιά, οι κάτοικοι τους έκοψαν τους κάβους με αποτέλεσμα να αναγκαστούν να αναζητήσουν καινούργια γη για να σωθούν, όντας διωγμένοι ακόμα και από το ίδιο τους το έθνος και το πάτριο αίμα. Η ίδια κατάσταση επικρατούσε σχεδόν σε όλα τα ελληνικά ακριτικά νησιά του Αιγαίου, αφού οι ντόπιοι νόμιζαν πως οι Μικρασιάτες ήταν Τούρκοι πειρατές. Αρχίζοντας άλλη μία περιπέτεια περιπλάνησης, κατάφεραν τελικά να πλεύσουν μια νύχτα, έξω από το λιμάνι του Ηραίου της Σάμου. Ευτυχώς για εκείνους, μία πλούσια οικογένεια Σαμιωτών χωρικών από το Πυθαγόρειο και το Ηραίο τους παρείχαν αμέσως φροντίδα, στέγη, φαγητό, αλλά και εργασία. Εκείνη την εποχή στη Σάμο και γενικότερα στην Ελλάδα, ήκμαζε ιδιαίτερα η καλλιέργεια των καπνών, με αποτέλεσμα οι Μικρασιάτες πρόσφυγες και η οικογένεια της προγιαγιάς μου, να ενταχθούν αμέσως στην παραγωγή και καλλιέργειά τους. Παρόλα αυτά η μικρή Ευδοκία δεν άντεξε τις κακουχίες και αρρωσταίνοντας από μικρή με αμυγδαλίτιδα, πέθανε στα 28 της χρόνια. Ο τραγικός της αυτός θάνατος συγκλόνισε την οικογένεια και την μητέρα της Αγγελική, με αποτέλεσμα η γιαγιά μου Ευδοκία να ονομαστεί Μπέμπα προς τιμήν της αδικοχαμένης Μπέμπας Ευδοκίας, λόγω της νεότητάς της όταν απέπνευσε, όπως φωνάζουμε ένα μωρό που δεν έχει ακόμη βαπτιστεί.
Με τον καιρό, η οικογένεια που φιλοξένησε την δική μας στα τσαρδάκια τους, έσμιξε με τα μέλη της, με γάμους και συγκατοίκηση, με αποτέλεσμα να συγκροτηθεί το δικό μου γενεαλογικό δέντρο από τους γόνους και των δύο οικογενειών, οι οποίες όχι μόνο καλλιέργησαν όλη τη σημερινή περιουσία της γιαγιάς μου, αλλά έμειναν από τότε στο παραθαλάσσιο χωριό της Σάμου, Πυθαγόρειο.
Σήμερα, η περιουσία αυτή ανήκει στη γιαγιά μου, η οποία θα παραχωρήσει τα κτήματα της οικογένειας στις δύο μεγαλύτερές της εγγονές, εμένα και την ξαδέρφη μου, για να συνεχιστεί έτσι αέναη αυτή η πολύτιμη και ατόφια παράδοση, που με τόση ευλάβεια έχει καταφέρει να διεισδύσει στην ιστορία της οικογένειάς μου.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πατρίδες της μνήμης: εκατό χρόνια νοσταλγίας

Αφηγείται ο Γεράσιμος Ντίνος

Μικράς Ασίας Μνήμη